- Ἀνακρεόντειος
- Ἀνακρεόντειοςof Anacreonmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακρεόντειος — α, ο (Α ἀνακρεόντειος, ον) [Ἀνακρέων, οντος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον Ανακρέοντα … Dictionary of Greek
Ἀνακρεόντειον — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc acc sg Ἀνακρεόντειος of Anacreon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεοντείου — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεοντείῳ — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεόντεια — Ἀνακρεόντειος of Anacreon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)